Οι γενικοί όροι αυχενική δισκοπάθεια, αυχενική αρθροπάθεια ή αυχενική σπονδύλωση χρησιμοποιούνται για να περιγράψουμε την προοδευτική φθορά που επιφέρουν η πάροδος του χρόνου και η υπερβολική καταπόνηση, στα οστά, τους δίσκους, τους συνδέσμους και τις αρθρικές επιφάνειες της σπονδυλικής στήλης, στον αυχένα.

Το φαινόμενο των προοδευτικών εκφυλιστικών αλλοιώσεων ονομάζεται συχνά με τον πολυσυλλεκτικό όρο εκφυλιστική σπονδυλοδισκοαρθροπάθεια. Μπορεί επίσης να γίνει καλύτερα κατανοητό, εάν δεχθούμε ότι πρόκειται για μία μορφή αρθρίτιδας και συνεπώς μπορούμε να το αποκαλούμε με τον απλούστερο όρο εκφυλιστική αρθρίτιδα. Στην κατάσταση αυτή, καθώς οι δίσκοι και οι αρθρικοί υμένες αφυδατώνονται, αναπτύσσεται πάχυνση συνδέσμων και οστικές προεξοχές των σπονδύλων (οστεόφυτα), ακόμη και σπονδυλολίσθηση. Η κατάσταση αυτή διαπιστώνεται συχνότερα όσο μεγαλώνει η ηλικία του ατόμου. Οι δίσκοι υφίστανται την φθορά του χρόνου σχεδόν σε όλους τους ανθρώπους, και πολλοί άνθρωποι έχουν ένα βαθμό αυχενικής αρθρίτιδας χωρίς καθόλου συμπτώματα. Καθώς η εκφυλιστική διαδικασία συνεχίζεται, ο ασθενής αναπτύσσει συνήθως, πρώτα προβλήματα λόγω ήπιας αρθροπάθειας. Αυτή εκδηλώνεται με ήπιο αμβλύ πόνο στον αυχένα, στους παρακείμενους τραπεζοειδείς μύες, τις ωμοπλάτες και κατά μήκος του βραχίονα και του χεριού. Ενα σημείο που δείχνει ότι έχουν αρχίσει να επηρρεάζονται οι νευρικές ρίζες είναι το αίσθημα της αιμωδίας ή μυρμηκίας, στα άνω άκρα, στην αρχή παροδικά, αλλά αργότερα μονιμότερα.

Προοδευτικά καθώς οι αλλοιώσεις της σπονδυλικής στήλης γίνονται περσσότερο έντονες, συνήθως θα αναπτυχθεί δισκοπάθεια ή σοβαρή αρθροπάθεια, που, αν πιέζουν τον νωτιαίο μυελό ή τις νευρικές ρίζες στον αυχένα, τότε προκαλείται έντονος πόνος, μυική αδυναμία στά άνω άκρα και άλλα συμπτώματα.

Η σπονδυλική στήλη είναι κατασκευασμένη από πολλούς διαφορετικούς ιστούς, που είναι σε δυναμική αλληλεπίδραση, προκειμένου να επιτυγχάνεται η στήριξη και κίνηση του σώματος. Κάθε ένας από αυτούς τους ιστούς είναι δυνατόν να υποστεί πλήγματα ή φθορές λόγω χρόνιας εκφύλισης ή τραύματος, και να αποτελέσει εστία έντονου πόνου και άλλων νευρολογικών συμπτωμάτων. Συνεπώς, η ακριβής διάγνωση του μηχανισμού που προκαλεί τα συμπτώματα στον κάθε ασθενή, καθώς και η επιλογή της κατάλληλης θεραπείας δεν είναι πάντα εύκολη. Η διάγνωση πρέπει να βασίζεται σε σωστή ερμηνεία των ευρημάτων, κλινικών και εργαστηριακών, που είναι ασφαλέστερο να γίνει απο ιατρούς που έχουν εμπειρία σε αυτή την πάθηση, και η θεραπεία πρέπει να είναι ελάχιστα επεμβατική και εξατομικευμένη για κάθε ασθενή.