Η σπαστικότητα είναι μία διαταραχή του μυικού τόνου κατα την οποία, οι μύες γίνονται σφικτοί και δύσκαμπτοι, παρεμποδίζουν την φυσιολογική ροή και πλαστικότητα της κίνησης, και την ικανότητα του πάσχοντος να ελέγχει την κίνηση με την βούληση του.

Ετσι προκαλείται μεγάλη δυσχέρεια στην όρθια στάση, την κίνηση, ακόμη και στην ομιλία.

Η σπαστικότητα εμφανίζεται ως μέρος της κλινικής εικόνας πολλών νευρολογικών παθήσεων, όπως η εγκεφαλική παράλυση, το τραύμα του εγκεφάλου ή νωτιαίου μυελού, η αγγειακή βλάβη του εγκεφάλου ή νωτιαίου μυελού, η σκλήρυνση κατά πλακας, ή ως συγγενής οικογενής σπαστικότητα κ.α..

Τα άτομα που αναπτύσσουν σπαστικότητα, παρουσιάζουν δυσκαμψία στις αρθρώσεις, με αποτέλεσμα – στις βαρειές περιπτώσεις - την κινητική καθήλωσή τους.

Στα παιδιά, η σπαστικότητα μπορεί να είναι ιδιαίτερα βλαπτική διότι δεν επιτρέπει την φυσιολογική εξέλιξη και ανάπτυξη του μυικού συστήματος και των αρθρώσεων.